- περικάρδιο
- (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό. Ανάμεσα στα δύο πέταλα σχηματίζεται μια κοιλότητα όπου υπάρχει ελάχιστο ορώδες διαυγές υγρό, το οποίο διευκολύνει την τριβή των δύο επιφανειών κατά τις κινήσεις της καρδιάς.
Οι σημαντικότερες παθήσεις του π. είναι οι φλεγμονώδεις διεργασίες, οι περικαρδίτιδες, των οποίων είναι γνωστές οξείες, υποξείες και χρόνιες μορφές. Στις οξείες και υποξείες μορφές, τις περισσότερες φορές, μαζεύεται στην κοιλότητα του π. ένα οροϊνώδες και οροαιματηρό υγρό, που μπορεί να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο στην καρδιακή λειτουργία και θα πρέπει να εκκενωθεί με παρακέντηση. Στις χρόνιες μορφές, η φλεγμονώδης διεργασία προκαλεί συμφύσεις μεταξύ των δύο πετάλων ή μεταξύ του π. και των διάφορων οργάνων του μεσοθωρακίου· οι συμφύσεις αυτές είναι αιτία σοβαρών διαταραχών του καρδιοκυκλοφοριακού μηχανισμού, γι’ αυτό, και αν ακόμα η φλεγμονώδης διεργασία δαμαστεί από τη φαρμακευτική αγωγή, απαιτείται συχνά χειρουργική επέμβαση για να αποκατασταθεί η καρδιακή λειτουργία. Η αιτιολογία της οξείας περικαρδίτιδας είναι συχνότερα ρευματικής ή ιογενούς φύσης, ενώ της υποξείας είναι φυματιώδους· οι χρόνιες περικαρδίτιδες είναι συχνά φυματιώδους αιτιολογίας, σε πολλές όμως περιπτώσεις δεν είναι δυνατή η ανεύρεση του αιτίου.
Το περικάρδιο και οι σχέσεις του με τα γειτονικά όργανα: 1) πάνω κοίλη φλέβα· 2) τραχεία· 3) θύμος· 4) αριστερή καρωτίδα· 5) αορτή·)- αριστερός πνεύμονας· 7) περικάρδιο· 8) περιφερειακά αιμοφόρα αγγεία· 9) διάφραγμα.
* * *το, Ν1. ανατ. οροϊνώδης θύλακος που περιβάλλει την καρδιά και αποτελείται από δύο στιβάδες, μία κατά βάθος σε άμεση επαφή με το μυοκάρδιο και μία επιφανειακή, ινώδη2. φρ. α) «ορογόνο περικάρδιο»ανατ. η εν τω βάθει στιβάδα τού περικαρδίου, με δύο πέταλα που περιλαμβάνουν μια σχισμοειδή κοιλότητα στο επίπεδο τής οποίας ολισθαίνουν το ένα επάνω στο άλλο, το οποίο καλύπτει την καρδιά επεκτεινόμενο μέχρι τα μεγάλα αγγείαβ) «ινώδες περικάρδιο» — η επιφανειακή στιβάδα τού περικαρδίου, το οποίο επενδύει εξωτερικά το ορογόνο περικάρδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pericardium < περικάρδιος).
Dictionary of Greek. 2013.